Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ισπανία η

  • 1 Испания

    Русско-греческий словарь > Испания

  • 2 воздушный

    возду́шн||ый
    прил
    1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:
    \воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·
    2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:
    \воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία.

    Русско-новогреческий словарь > воздушный

  • 3 замок

    зам||ок I
    м ὁ πύργος, τό κάστρο· ◊ строить воздушные \замокки χτίζω χάρτινους πύργους, χτίζω πύργους στήν ἰσπανία.
    зам||ок II
    м
    1. ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά:
    дверной \замок ἡ κλειδαριά τῆς πόρτας· висячий \замок τό λουκέτο· держать под \замокком κρατώ κλειδωμένο· запереть на \замок κλειδώνω·
    2. (оружия) ὁ ἐμπυρεύς· 3.:
    \замок свода архит. ὁ ἄντυξ· ◊ за семыо \замокками διπλοκλειδωμένος, κλειδομανταλωμένος.

    Русско-новогреческий словарь > замок

  • 4 донья

    θ.
    δόνα, τίτλος ευγενείας στην Ισπανία.

    Большой русско-греческий словарь > донья

  • 5 кортесы

    -ов πλθ. εθνοσυνέλευση (στην Ισπανία, Πορτογαλλία).

    Большой русско-греческий словарь > кортесы

См. также в других словарях:

  • Ἱσπανία — Ἱσπανίᾱ , Ἱσπανία Spain fem nom/voc/acc dual Ἱσπανίᾱ , Ἱσπανία Spain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱσπανίᾳ — Ἱσπανίᾱͅ , Ἱσπανία Spain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — η κράτος στην Ιβηρική χερσόνησο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἱσπανίας — Ἱσπανίᾱς , Ἱσπανία Spain fem acc pl Ἱσπανίᾱς , Ἱσπανία Spain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱσπανίαι — Ἱσπανίᾱͅ , Ἱσπανία Spain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱσπανίαν — Ἱσπανίᾱν , Ἱσπανία Spain fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱσπανιῶν — Ἱσπανία Spain fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱσπανίαις — Ἱσπανία Spain fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»